πύο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πύο < αρχαία ελληνική πύον < πύθω / πύθομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puH-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πύο ουδέτερο
- παχύρρευστο λευκόχρωμο υγρό που δημιουργείται σε σημεία του σώματος που φλεγμαίνουν