πώλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πώλος | οι | πώλοι |
γενική | του | πώλου | των | πώλων |
αιτιατική | τον | πώλο | τους | πώλους |
κλητική | πώλε | πώλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πώλος < αρχαία ελληνική: πῶλος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πώλος αρσενικό
- το πουλάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη πουλάρι