ραδιοβόλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραδιοβόλιση | οι | ραδιοβολίσεις |
γενική | της | ραδιοβόλισης* | των | ραδιοβολίσεων |
αιτιατική | τη | ραδιοβόλιση | τις | ραδιοβολίσεις |
κλητική | ραδιοβόλιση | ραδιοβολίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιοβολίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραδιοβόλιση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radiosonde[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾa.ði.oˈvo.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐διο‐βό‐λι‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραδιοβόλιση θηλυκό
- (μετεωρολογία) η εξέταση των φαινομένων της ατμόσφαιρας με τη χρήση ραδιοβολίδας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραδιοβόλιση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)