ραδιοσκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραδιοσκόπος < ραδιοσκοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραδιοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- ο ακτινοσκόπος, ο ακτινολόγος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ραδιοσκοπία, ράδιο και σκοπώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραδιοσκόπος
|