ραντιέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραντιέρης οι ραντιέρηδες
      γενική του ραντιέρη των ραντιέρηδων
    αιτιατική τον ραντιέρη τους ραντιέρηδες
     κλητική ραντιέρη ραντιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ραντιέρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική rentier (δικαιούχος ράντας)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ραντιέρης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]