ρεάλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεάλιο | τα | ρεάλια |
γενική | του | ρεάλιου | των | ρεάλιων |
αιτιατική | το | ρεάλιο | τα | ρεάλια |
κλητική | ρεάλιο | ρεάλια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεάλιο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ριάλι