ρεμενική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρεμενική
      γενική της ρεμενικής
    αιτιατική τη ρεμενική
     κλητική ρεμενική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρεμενική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ρεμενικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾe.me.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐με‐νι‐κή
ομόηχο: ρεμενικοί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρεμενική θηλυκό στον ενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ρεμενική