ρεμιντζάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεμιντζάρισμα < ρεμιντζάρ(ω) + -ισμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾe.minˈtza.ɾi.zma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεμιντζάρισμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεμιντζάρισμα
|