ριβόζη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ριβόζη | οι | ριβόζες |
γενική | της | ριβόζης | των | ριβοζών |
αιτιατική | τη | ριβόζη | τις | ριβόζες |
κλητική | ριβόζη | ριβόζες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ριβόζη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Ribose < νεολατινική arabinosa < λατινική arabica, θηλυκό γένος του επιθέτου λατινική arabicus (< αρχαία ελληνική ἀραβικός) + επιθήματα -in- + -osa[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ριβόζη θηλυκό
- (βιοχημεία) σακχαρίτης με 5 άτομα άνθρακα που βρίσκεται στο ριβονουκλεϊκό οξύ (RNA)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ριβόζη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ριβόζη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ s.v. ριβόζη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -in- (λατινικά)
- Λέξεις με επίθημα -osa (λατινικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)