ριζοσπαστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ριζοσπαστικότητα < ριζοσπαστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ριζοσπαστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ριζοσπάστης ή ριζοσπαστικός, η ιδιότητα του ριζοσπάστη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ριζοσπαστικότητα