ριζοσπαστισμοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ριζοσπαστισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ριζοσπαστισμός
ριζοσπαστισμοί αρσενικό