ρινιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρινιστής | οι | ρινιστές |
γενική | του | ρινιστή | των | ρινιστών |
αιτιατική | τον | ρινιστή | τους | ρινιστές |
κλητική | ρινιστή | ρινιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρινιστής αρσενικό
- αυτός που ρινίζει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρινιστής
|