ροδομάγουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈma.ɣu.los/
Επίθετο
[επεξεργασία]ροδομάγουλος
- που έχει τα μάγουλά του ρόδινα, ελαφρά κόκκινα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ροδοκοκκινίζω
- ροδοκόκκινος
- και → δείτε τις λέξεις ρόδο και μάγουλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ροδομάγουλος
|