ροιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροιάς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροιά ιων. < ροιή > ρέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ροιά θηλυκό,

δένδρο της οικογενείας των ροϊειδών, κοιν. ροδιά, ροϊδιά ή ροδιά και συνεκδοχικά ο καρπός της.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]