ρομποτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾo.bo.tiˈci/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρομποτική θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ρομποτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ρομποτικός