ρουστίκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρουστίκ < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική rustique < λατινική rusticus < rus < πρωτοϊταλική *rowos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hrewos ‎(ανοιχτός χώρος, αγρός)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ρουστίκ άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρουστίκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]