ρουφ γκάρντεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρουφ γκάρντεν < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική roof garden, κυριολεκτικά: κήπος στην οροφή
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ρουφ γκάρντεν ουδέτερο άκλιτο
- κήπος στην ταράτσα (συνήθως ξενοδοχείου)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρουφ γκάρντεν
Πηγές
[επεξεργασία]- ρουφ γκάρντεν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)