ροφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ροφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοφέω-ῶ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾoˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐φώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ροφώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ροφώ
→ δείτε τη λέξη ρουφώ |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ροφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)