ροχαλητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροχαλητό τα ροχαλητά
      γενική του ροχαλητού των ροχαλητών
    αιτιατική το ροχαλητό τα ροχαλητά
     κλητική ροχαλητό ροχαλητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ροχαλητό < ροχαλίζω + -ητό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ροχαλητό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]