ρόνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- μονάδα μέτρησης του σκορ στο κρίκετ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρόνια
|