ρόνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρονιά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρόνια < αγγλική run

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • μονάδα μέτρησης του σκορ στο κρίκετ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]