ρόφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρόφηση | οι | ροφήσεις |
γενική | της | ρόφησης* | των | ροφήσεων |
αιτιατική | τη | ρόφηση | τις | ροφήσεις |
κλητική | ρόφηση | ροφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ροφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρόφηση < αρχαία ελληνική ῥόφησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρόφηση θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του ρούφηγμα / ρουφηξιά