σέλμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέλμα | τα | σέλματα |
γενική | του | σέλματος | των | σελμάτων |
αιτιατική | το | σέλμα | τα | σέλματα |
κλητική | σέλμα | σέλματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέλμα < αρχαία ελληνική σέλμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέλμα ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σέλμα
|