σίβυλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίβυλλα < Σίβυλλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σίβυλλα θηλυκό
- αινιγματικό πρόσωπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σίβυλλα
|