σίξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίξα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]σίξα (τροπικό επίρρημα)
- (ιδιωματικό) ίσια, ευθεία[1]
- ↪ Περπάτειε σίξα - περπάτα ευθεία (διαλεκτικό της Νισύρου)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Καταχώριση «Σίξα», στο: Γεώργιος Ν. Καζαβής, Νισύρου λαογραφικά (Νέα Υόρκη: D.C. Dirvy Publishers, 1940), σ. 198