σίτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σίτιση | οι | σιτίσεις |
γενική | της | σίτισης* | των | σιτίσεων |
αιτιατική | τη | σίτιση | τις | σιτίσεις |
κλητική | σίτιση | σιτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίτιση < αρχαία ελληνική σίτισις < σιτίζω < σῖτος + -ίζω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σίτιση θηλυκό
- η παροχή και η λήψη τροφής
- Το Πανεπιστήμιο παρέχει δωρεάν σίτιση στους φοιτητές ( https://web.archive.org/web/20140301132155/http://www.uoa.gr/foithtes/paroxes-drasthriothtes/sitish-foithton.html )
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σίτιση