σαΐτεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαΐτεμα τα σαϊτέματα
      γενική του σαϊτέματος των σαϊτεμάτων
    αιτιατική το σαΐτεμα τα σαϊτέματα
     κλητική σαΐτεμα σαϊτέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαΐτεμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαΐτεμα ουδέτερο

  • τραυματισμός από βέλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]