σαββατιανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σαββατιανό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σαββατιανός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σαββατιανός
- ↪ σαββατιανό σταφύλι, από αμπέλι Σαββατιανό