σαγιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαγιάς | οι | σαγιάδες |
γενική | του | σαγιά | των | σαγιάδων |
αιτιατική | τον | σαγιά | τους | σαγιάδες |
κλητική | σαγιά | σαγιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγιάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγιάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος ή κατασκευαστής σαγιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγιάς
|