σακογκόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σακογκόλιθος | οι | σακογκόλιθοι |
γενική | του | σακογκόλιθου & σακογκολίθου |
των | σακογκόλιθων & σακογκολίθων |
αιτιατική | τον | σακογκόλιθο | τους | σακογκόλιθους & σακογκολίθους |
κλητική | σακογκόλιθε | σακογκόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακογκόλιθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακογκόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακογκόλιθος
|