σακουλίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σακουλίτσα | οι | σακουλίτσες |
γενική | της | σακουλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | σακουλίτσα | τις | σακουλίτσες |
κλητική | σακουλίτσα | σακουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σακουλίτσα < σακούλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του σακούλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σακουλίτσα
|