σαλιάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σαλιέρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλιάρα οι σαλιάρες
      γενική της σαλιάρας των σαλιαρών
    αιτιατική τη σαλιάρα τις σαλιάρες
     κλητική σαλιάρα σαλιάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μωρό που φορά σαλιάρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. σαλιάρα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σαλιάρης
  2. σαλιάρα < σάλιο + -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλιάρα θηλυκό

  1. μικρή πετσέτα σε σχήμα μηνίσκου που την δένουν μπροστά στο λαιμό ενός μωρού, για να μη λερώνεται το στήθος του
  2. είδος ψαριού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σαλιάρα θηλυκό