σαλτσιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλτσιέρα | οι | σαλτσιέρες |
γενική | της | σαλτσιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σαλτσιέρα | τις | σαλτσιέρες |
κλητική | σαλτσιέρα | σαλτσιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/8/88/Wine_sauces_on_the_sauceboat.jpg/220px-Wine_sauces_on_the_sauceboat.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/6d/Sauceboat_Heraia_Louvre_Bj1885.jpg/220px-Sauceboat_Heraia_Louvre_Bj1885.jpg)
της Πρωτοελλαδικής Εποχής,
περίπου 2200 π.Χ.
Ετυμολογία
[επεξεργασία]σαλτσιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική salsiera με ανάπτυξη του φθόγγου [t] κατά το σάλτσα.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σάλτσ(α) + -ιέρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /salˈt͡sçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαλ‐τσιέ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαλτσιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) σκεύος σε σχήμα μπολ με προχοή, κατάλληλο για το σερβίρισμα της σάλτσας
- (αρχαιολογία< κεραμική συμβατική ονομασία τύπου αγγείου της προϊστορικής εποχής με μακρά προχοή [2]
- ≈ συνώνυμα: κύμβη, ραμφόστομη φιάλη, εμβαμματοδοχείο → δείτε και το αρχαίο ἔμβαμμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σαλτσιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Εμβαμματοδοχείο (ή «σαλτσιέρα», κύμβη) searchculture.gr πρόσβαση:2021.10.17.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)