σαμόσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαμόσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαμόσα θηλυκό

  • γεμιστό αρτοσκεύασμα της μεσανατολικής και νοτιοασιατικής κουζίνας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]