σαντάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαντάλι τα σαντάλια
      γενική του σανταλιού των σανταλιών
    αιτιατική το σαντάλι τα σαντάλια
     κλητική σαντάλι σαντάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαντάλι < σανδάλι με προσαρμογή στη δημοτική με [nd] > [nd] [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sanˈda.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐ντά‐λι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαντάλι ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]