σαπωνοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σαπωνοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του σαπωνοποίηση
- εναλλακτικά: σαπωνοποίησης
σαπωνοποιήσεως θηλυκό