σαραντάρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σαραντάρη
- σαραντάρης, στη γενική του ενικού
- σαραντάρης, στην αιτιατική του ενικού
- σαραντάρης, στην κλητική του ενικού