σαρκοφάγους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σαρκοφάγους
- (αρσενικό) αιτιατική πληθυντικού του σαρκοφάγος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σαρκοφάγους θηλυκό