σαρόντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαρόντ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο από την βόρεια Ινδία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- sarod στην αγγλική Βικιπαίδεια