σατανάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σατανάς οι σατανάδες
      γενική του σατανά των σατανάδων
    αιτιατική τον σατανά τους σατανάδες
     κλητική σατανά σατανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σατανάς < ελληνιστική κοινή Σατανᾶς < Σατάν / Σατᾶν < εβραϊκή שטן (śāṭān)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σατανάς αρσενικό

  1. ο διάβολος, ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων, το πνεύμα του κακού
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που ασκεί τις ικανότητές του, για να πετύχει το κακό
  3. (μεταφορικά) παιδί που κάνει όλο αταξίες και σκανταλιές

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]