σαχλόμαγκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαχλόμαγκας οι σαχλόμαγκες
      γενική του σαχλόμαγκα των σαχλόμαγκων
    αιτιατική τον σαχλόμαγκα τους σαχλόμαγκες
     κλητική σαχλόμαγκα σαχλόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαχλόμαγκας < σαχλ(ός) + -ό- + μάγκας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαχλόμαγκας αρσενικό

  • (μειωτικό) άτομο που εμφανίζεται σαν μάγκας αλλά δεν είναι σοβαρό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]