σβέση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβέση | οι | σβέσεις |
γενική | της | σβέσης* | των | σβέσεων |
αιτιατική | τη | σβέση | τις | σβέσεις |
κλητική | σβέση | σβέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σβέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σβέση < αρχαία ελληνική σβέσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σβέση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σβέση
|