σβερκιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβερκιά οι σβερκιές
      γενική της σβερκιάς των σβερκιών
    αιτιατική τη σβερκιά τις σβερκιές
     κλητική σβερκιά σβερκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβερκιά < σβέρκ(ος) + -ιά [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zver.ˈcia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβερ‐κιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σβερκιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]