σβερκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβερκώνω < σβέρκος + -ώνω

σβερκώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]