σβωλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σβολιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβωλιάζω < σβώλος + -ιάζω

σβωλιάζω

  1. (μεταβατικό) μετατρέπω σε σβώλους, φτιάχνω σβώλους
  2. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε σβώλους, γίνομαι σβώλος ή γεμίζω σβώλους

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]