σβωλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σβωλιάζω
- (μεταβατικό) μετατρέπω σε σβώλους, φτιάχνω σβώλους
- (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε σβώλους, γίνομαι σβώλος ή γεμίζω σβώλους
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σβώλος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβωλιάζω | σβώλιαζα | θα σβωλιάζω | να σβωλιάζω | σβωλιάζοντας | |
β' ενικ. | σβωλιάζεις | σβώλιαζες | θα σβωλιάζεις | να σβωλιάζεις | σβώλιαζε | |
γ' ενικ. | σβωλιάζει | σβώλιαζε | θα σβωλιάζει | να σβωλιάζει | ||
α' πληθ. | σβωλιάζουμε | σβωλιάζαμε | θα σβωλιάζουμε | να σβωλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σβωλιάζετε | σβωλιάζατε | θα σβωλιάζετε | να σβωλιάζετε | σβωλιάζετε | |
γ' πληθ. | σβωλιάζουν(ε) | σβώλιαζαν σβωλιάζαν(ε) |
θα σβωλιάζουν(ε) | να σβωλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβώλιασα | θα σβωλιάσω | να σβωλιάσω | σβωλιάσει | ||
β' ενικ. | σβώλιασες | θα σβωλιάσεις | να σβωλιάσεις | σβώλιασε | ||
γ' ενικ. | σβώλιασε | θα σβωλιάσει | να σβωλιάσει | |||
α' πληθ. | σβωλιάσαμε | θα σβωλιάσουμε | να σβωλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σβωλιάσατε | θα σβωλιάσετε | να σβωλιάσετε | σβωλιάστε | ||
γ' πληθ. | σβώλιασαν σβωλιάσαν(ε) |
θα σβωλιάσουν(ε) | να σβωλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβωλιάσει | είχα σβωλιάσει | θα έχω σβωλιάσει | να έχω σβωλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβωλιάσει | είχες σβωλιάσει | θα έχεις σβωλιάσει | να έχεις σβωλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σβωλιάσει | είχε σβωλιάσει | θα έχει σβωλιάσει | να έχει σβωλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβωλιάσει | είχαμε σβωλιάσει | θα έχουμε σβωλιάσει | να έχουμε σβωλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβωλιάσει | είχατε σβωλιάσει | θα έχετε σβωλιάσει | να έχετε σβωλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σβωλιάσει | είχαν σβωλιάσει | θα έχουν σβωλιάσει | να έχουν σβωλιάσει |
|