σγουρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σγουρώνω < σγουρ(ός) + -ώνω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zɣuˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σγου‐ρώ‐νω

σγουρώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.