σεβαστοκράτειρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεβαστοκράτειρα < μεσαιωνική ελληνική σεβαστοκράτειρα < σεβαστοκράτωρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεβαστοκράτειρα θηλυκό
- θηλυκό του σεβαστοκράτωρ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεβαστοκράτειρα
|