σεγκόντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σεγκόντο < (άμεσο δάνειο) βενετική segondo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σεγκόντο και σεκόντο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]