σεισμικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.zmiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεισμικότητα θηλυκό
- (σεισμολογία) η συχνότητα εμφάνισης σεισμών σε μια περιοχή
- οι οικοδομικοί κανονισμοί είναι αυστηρότεροι σε περιοχής υψηλής σεισμικότητας