σελάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σελάδικο | τα | σελάδικα |
γενική | του | σελάδικου | των | σελάδικων |
αιτιατική | το | σελάδικο | τα | σελάδικα |
κλητική | σελάδικο | σελάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σελάδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σελάδικο
|