σελέμης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σελέμης | οι | σελέμηδες |
γενική | του | σελέμη | των | σελέμηδων |
αιτιατική | τον | σελέμη | τους | σελέμηδες |
κλητική | σελέμη | σελέμηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σελέμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική selem < αραβική سلم (selem)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σελέμης αρσενικό (θηλυκό: σελέμισσα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη τρακαδόρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σελέμης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)